Είναι ένα σοκ όταν το μαθαίνει κανείς ότι πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη.. Εκεί που δεν μπορεί καν να δει σύριγγα, πόσο μάλλον να κάνει ανά τακτά χρονικά διαστήματα.. ένεση! Με τον καιρό όμως, αναγκάζεται ο ασθενής να συνηθίσει και η ένεση να γίνει μέρος της καθημερινότητάς του!

Κάπως έτσι εξελίσσεται συνήθως η ψυχολογία του ατόμου που αντιλαμβάνεται για πρώτη φορά ότι πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη.

Σύμφωνα με τη Διεθνή Ομοσπονδία για τον Σακχαρώδη Διαβήτη (I.D.F.), ο αριθμός των διαβητικών παγκοσμίως ανέρχεται σήμερα στα 240 εκατομμύρια, εκ των οποίων περίπου το 1/3 δεν το γνωρίζει, διότι συνήθως δεν παρουσιάζει συμπτώματα και το αντιλαμβάνεται τυχαία μετά από αιματολογική εξέταση ή μετά από εμφάνιση επικίνδυνων επιπλοκών.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις, στα επόμενα 20 χρόνια ο αριθμός των πασχόντων θα ανέλθει στα 380 εκατομμύρια. Στην Ελλάδα ο αριθμός των ατόμων με διαβήτη σχεδόν τετραπλασιάστηκε τα τελευταία 30 χρόνια και φτάνει σήμερα τις 900.000, δηλ. το 8% του συνολικού πληθυσμού.

Γνωρίζοντας τον σακχαρώδη διαβήτη

Ο διαβήτης είναι χρόνια μεταβολική νόσος κατά την οποία το πάγκρεας δεν παράγει ή δεν χρησιμοποιεί σωστά την ινσουλίνη, μία ορμόνη εξαιρετικά σημαντική για τον μεταβολισμό της ζάχαρης, του αμύλου και άλλων τροφών σε ενέργεια. Αυτό έχει ως συνέπεια αφενός τα οργανικά κύτταρα να μην έχουν την απαραίτητη ενέργεια για τη λειτουργία τους και αφετέρου το αίμα να περιέχει περισσότερο σάκχαρο από το κανονικό (υπεργλυκαιμία).

Διαβήτης τύπου 1: Σχετίζεται με τη μη παραγωγή ινσουλίνης από το πάγκρεας. Εμφανίζεται συνήθως στην ηλικία 11 - 13 ετών. Υπάρχουν, ωστόσο, και περιπτώσεις βρεφών που παρουσίασαν διαβήτη μόλις μερικές ημέρες μετά τη γέννησή τους. Παράλληλα, δεν αποκλείεται η εκδήλωσή του και σε οποιαδήποτε άλλη ηλικία. Για τη ρύθμισή του είναι απαραίτητη η χορήγηση ινσουλίνης.

Διαβήτης τύπου 2: Αποτελεί τη συνηθέστερη μορφή διαβήτη (περίπου 80% του συνόλου) και σχετίζεται με την παραγωγή λιγότερης ποσότητας ινσουλίνης από εκείνη που χρειάζεται ο οργανισμός. Ο διαβήτης τύπου 2 είναι το αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης πολλαπλών παραγόντων, όπως:

  • Γενετικοί / Γονιδιακοί παράγοντες.
  • Οικογενειακό ιστορικό σακχαρώδους διαβήτη.
  • Παχυσαρκία. 
  • Τρόπος ζωής (διατροφή πλούσια σε λιπαρά, καθιστική ζωή, κ.ά.). 
  • Πολύ χαμηλό (κάτω από 2,5 κιλά) ή υψηλό (πάνω από 4 κιλά) βάρος γέννησης. 
  • Το αυξημένο βάρος της μητέρας την περίοδο της εγκυμοσύνης.
  • Απουσία μητρικού θηλασμού.

Για τη ρύθμισή του είναι απαραίτητη η λήψη αντιδιαβητικών χαπιών, η τήρηση κατάλληλης δίαιτας και η φυσική άσκηση, ενώ ενδέχεται να χρειαστεί και χορήγηση ινσουλίνης.

Συμπτώματα

  • Συχνή ούρηση (πολυουρία). 
  • Υπερβολική δίψα (πολυδιψία).
  • Υπερβολική πείνα (πολυφαγία). 
  • Μη αναμενόμενη απώλεια βάρους. 
  • Έντονες υπογλυκαιμίες που συνοδεύονται από νευρικότητα, τρέμουλο, εφίδρωση, μούδιασμα γύρω από το στόμα, ζαλάδα, πείνα, ταχυπαλμία. 
  • Φαγούρα. 
  • Εύκολη κούραση και εξάντληση.
  • Δυσκολία στην επούλωση των πληγών.
  • Θολή όραση.

Επιπλοκές

Το σάκχαρο πρέπει να ρυθμίζεται, ειδάλλως η χρόνια υπεργλυκαιμία μπορεί να επιφέρει προβλήματα, όπως:

  • Καρδιαγγειακές νόσους. 
  • Εγκεφαλικά επεισόδια. 
  • Βλάβες στους νεφρούς (π.χ. νεφροπάθειες, νεφρική ανεπάρκεια). 
  • Νευροπάθειες (π.χ. μούδιασμα, απώλεια της αίσθησης της αφής στα πόδια, βλάβη των νεύρων των κάτω άκρων με άμεσο κίνδυνο εκδήλωσης ελκών και ακρωτηριασμού). 
  • Βλάβες στην όραση. 
  • Στυτική δυσλειτουργία. 

Αντιμετώπιση

Εκτός από την ιατροφαρμακευτική αγωγή και τις αλλαγές στον τρόπο ζωής (διατροφικές συνήθειες, φυσική δραστηριότητα), αξίζει να αναφερθεί ο ρόλος της εκπαίδευσης του ασθενή και του οικείου περιβάλλοντος για την αντιμετώπιση της νόσου.

Η συναισθηματική κατάσταση του ατόμου που μαθαίνει ότι έχει σακχαρώδη διαβήτη περνάει από σημαντικές μεταπτώσεις, με άμεση επίδραση στην αυτοπεποίθησή του. Ιδιαίτερα στη νεαρή ηλικία είναι σύνηθες φαινόμενο η μη παραδοχή της νόσου. Επιπλέον, σύμφωνα με έρευνες, οι διαβητικοί έχουν διπλάσιες πιθανότητες να πάθουν κατάθλιψη.

Η συνδρομή και η στάση του περιβάλλοντος (οικογένεια, φίλοι, δάσκαλοι, κ.ά.) είναι καταλυτικής σημασίας, ώστε να βοηθήσει τον διαβητικό ασθενή να διαπιστώσει ότι δεν είναι άρρωστος και ότι αρκεί να ρυθμίζει τον διαβήτη του για να έχει φυσιολογική ζωή.